- λάμψουσιν
- осветят
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
λάμψουσιν — λάμπω give light aor subj act 3rd pl (epic) λάμπω give light fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λάμπω give light fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)